Wednesday, January 24, 2007

Συγγραφείς; Συνήθως λαπάδες, υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις…


Η περίπτωση του Τζακ Χένρι Άμποτ




Ληστής, φυλακισμένος, φονιάς, συγγραφέας, ελεύθερος, διάσημος, εκατομμυριούχος, φονιάς, φυγάς, φυλακισμένος, αυτόχειρας.

Αυτές είναι οι ετικέτες που ο Τζακ Άμποτ είδε να συνοδεύουν χρονικά το όνομά του στην πολυτάραχη ζωή του. Μια ζωή που δε μοιάζει στις κοινούς βίους που λίγο πολύ διανύουμε οι περισσότεροι σ’ αυτό τον κόσμο. Μια βίαιη ζωή.


Ήταν ένας κοινός ληστής τραπεζών που κατέληξε στη φυλακή. Άλλος ένας που είδε τη φρίκη του κάτεργου, άλλος ένας που προσπάθησε να την περάσει στο λευκό χαρτί, ο μοναδικός όμως που κατάφερε να το κάνει τόσο καλά ώστε να ανοιχτεί μπροστά του μια καριέρα επιτυχημένου συγγραφέα σφραγισμένη από τη θερμή γνώμη και την απόλυτη υποστήριξη του διάσημου συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ.


Η γνωριμία τους ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από μια αλληλογραφία και εξελίχτηκε σε φιλία. Ο Μέιλερ είδε στο πρόσωπο του Άμποτ έναν μεγάλο συγγραφέα.

Τα γράμματά του Άμποτ έγιναν το Στην κοιλιά του κτήνους, ίσως το πιο συνταρακτικό βιβλίο γύρω απ’ τις αμερικάνικες φυλακές κι ο Μέιλερ φρόντισε να εκδοθεί. Η κριτική υποκλίθηκε και το λογοτεχνικό συνάφι πίεσε για να βγει ο Άμποτ από τη φυλακή όπου είχε σκοτώσει κι έναν συγκρατούμενό του.

Τα κατάφεραν. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ το 1981 κι ο Άμποτ εκατομμυριούχος. Διάλεξε να μείνει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, και μπήκε στην υψηλή κοινωνία. Μπροστά του είχε υποκλιθεί το Αμερικάνικο Όνειρο. Όμως μέσα του παρέμενε ένα κτήνος. Ήταν μόλις έξι εβδομάδες ελεύθερος όταν σ’ ένα καυγά μαχαίρωσε και σκότωσε έναν 22χρονο σερβιτόρο.


Εξαφανίστηκε. Ο Μέιλερ παραδέχτηκε πως έκανε λάθος. Ο Άμποτ, ο άνθρωπος που η κριτική είχε τοποθετήσει δίπλα στα ονόματα του Κάφκα και του Ντοστογιέφσκι κρυβόταν για αρκετό καιρό και ζούσε πολύ φτωχικά κάτω από ψεύτικο όνομα. Τελικά μια πόρνη -κατάλαβε ποιος είναι και τον έδωσε.
Καταδικάστηκε σε άλλα 15 χρόνια. Λίγο μετά το δικαστήριο του επιδίκασε να πληρώσει 7,5 εκατομμύρια δολάρια στην οικογένεια του θύματος, περισσότερα απ’ όσα του είχε δώσει το βιβλίο του.

Λίγους μήνες μετά ήρθε η απελπισία. Σε ηλικία 58 ετών κρεμάστηκε στο κελί του με τα κορδόνια και ένα σεντόνι του. Ήταν ο πιο διάσημος συγγραφέας κρατούμενος.
(Στα ελληνικά το βιβλίο του Άμποτ κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας).

Tuesday, January 23, 2007

Η Ιουλία (και πολύ άσμα)

Στη Σταυρούλα που είναι φίλη μας, την αγαπάμε και δε θέλουμε να στενοχωριέται.

(Ποίημα - ελεγεία του μπλογκίστα σας σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο έμμετρο με αμετροέπεια, στητό με κολωνάτο λαιμό. Με επιρροές Βιργίλιου Ενειάδα και Ομήρου (κ Σίνα γωνία) τα άγνωστα σονέτα. Ανέκδοτο, αλλά όχι σόκιν, υπό έκδοσιν, έρχεστε και παρέρχεστε).

Στο γνωστό το μαγαζί κάθονταν πάλι
οι τέσσερις οι φίλοι,
οι κολλητοί από τα παλιά.
Ο Σούλης ο Ρούλης, ο Τιμόθεος κι ο Ιερεμίας
φτωχαδάκια όλοι, παιδιά του λαού ήσανε,
ομορφάντρες όμως θωρούσανε πως είναι.

Παράξενα επαγγέλματα εξασκούσαν,
πλύστης πτωμάτων ο Ιερεμίας
φρένα ο Σούλης
μουσαμάδες ο Ρούλης
μανουάλια ο Τιμόθεος
περίεργες δυνάμεις έτσι ασκούσαν.

Για γυναίκες συχνά ομιλούσαν
όνειρα πολλά συχνά διηγόντουσαν
μέσα σε κρασιά και κοψίδια.
Τρέχαν οι συζητήσεις, οι φαντασιώσεις
οι εικόνες, οι ονειρώξεις.

Ώσπου μια μέρα
μια φωτο έφερε ο Ιερεμία
κι όλο χαρά επέδειξε στην παρέα
ήτανε λέει ο έρωτας
ντυμένος γυναικεία
που του πήρε τα λιγοστά μυαλά.

Κοιτάξανε όλοι κι αμέσως
βροχή τα γέλια τα πολλά.
Τηλεγραφόξυλο, η μια πλευρά
Αιθιοπία! οι άλλοι όλο χαρά
Μόνο πλευρά, Ιερεμία
σου πούλησε η γκόμενα
βροντοφώναξαν μεμιάς!

Αλίμονο να τέλειωναν εκεί
πειράγματα έπεσαν ακόμα πολλά
κι όλα χτυπούσαν του Ιερεμία την καρδιά.
Χέρι σε χέρι πετούσε η φωτο
κι όλοι είχαν κάτι να δείξουν φωναχτά
κάτι να κοροϊδέψουν γελαστά.

Μα μαλλιά είν’ τούτα
σαν ξεπλυμένη βούρτσα
πέταξε ο Σούλης
που από κιλά είχε πολλά
κι ένα στόμα δίχως δόντια.

Αμ τα πόδια τα στραβά
τα ’δατε αυτά, παιδιά;
συμπλήρωσε ο Ρούλης
που ’χε για σώμα
μια σαμπρέλα
κι αυτή βαριά βαριά.

Κι ήρθε και τελευταίος ο Τιμόθεος
ο αλλήθωρος μανουάλης
κι ήβρε κι αυτός να πει
για το πρόσωπο του έρωτα τ’ Ιερεμία
που ’ταν λέει άφτιαχτο και χαζό
σαν της κατσίκας το μαστό.

Αλίμονο, μαύρη απελπισία
επήρε τον Ιερεμία
κι έφυγε κακήν κακώς απ’ την ταβέρνα
σαν ποντικός κυνηγημένος απ’ τη σκούπα.

Κι όλα τούτα εδώ
σας τα λέω εγώ
ο Μήτσος ο τραγουδοποιός
ο καλύτερος γαμπρός

κι αν δε με πιστεύετε
διόλου ως καθόλου
τη φωτο έχω να δείτε
του άσχημου του κοριτσιού.

Sunday, January 21, 2007

Bistecca alla fiorentina

Λοιπόν… τώρα πεινάω κι έτσι θα κάνω ένα ποστ για ένα πιάτο (πιατάρα) που αγαπώ πολύ. Διαβάσατε τον τίτλο στα ιταλικά. Όσοι δεν καταλάβατε μεταφράζω.
Μπιζόλα αλα Φιορεντίνα (δηλ. Φλωρεντία για τους πολύ άσχετους που ούτε προπο δεν έπαιξαν στη ζωή τους)

Λίγα λόγια σημαντικά

Εδώ μιλάμε φίλοι για κρέας. Οι χορτοφάγοι (και οι φανατικοί των τσουτσούσι) παρακαλώ να μη σχολιάσουν αρνητικά ούτε να μας υπενθυμίσουν διάφορες τιμές ή βλαβερές συνέπειες. Σεβόμαστε τις επιλογές των και επιθυμούμεν να κάμνουν το ίδιο.

Μιλάμε λοιπόν για Κρεάς κρεατένιο, αχόρταγο ασύστολο, ΠΟΛΥ.
Μπριζόλα όχι μερίδα χόρτασα, αλλά…
Μερίδα να τρώει η μάνα το παιδί και το άλλο παιδί.
Μερίδα για σας φίλοι.
Ξεκινάμε. Για να φάτε σωστή φιορεντίνα πρέπει να πάτε στην Ιταλία. Δεν ξέρω αν εδώ σέβονται λίγο τους κανονισμούς. Αν κάποιος γνωρίζει εστιατόριο ας μιλήσει.
(προσοχή εδώ μιλάμε για τη φιορεντίνα, μη μου πείτε για Αργεντίνικα κρέατα, μεγάλα κτλ, τα ξέρω και αυτά, τα σέβομαι, αλλά εδώ κάνουμε υψηλή γευσιγνωσία με βάρβαρα αρχέγονα ένστικτα)
(Παλιά υπήρχε το Αλ Κονβέντο στην Αναπήρων πολέμου όπου έτρωγες καταπληκτικά, φαγητά ιταλικής κουζίνας, δυστυχώς όμως έχει κλείσει εδώ και χρόνια)

Κανόνες, καθορισμένης, αυθεντικής, σωστής Φιορεντίνας

1. Πρέπει να ναι 600-800 γραμμ. Προσοχή. Στην Ιταλία στα ρεστοράν η τιμή είναι με το έτο (etto) δηλαδή τα εκατό γραμμάρια.
Λέει δηλ 8€ all’ etto, άρα μια μπριζόλα 600 γραμ θα κοστίζει 48 ευρώπουλα, ναι δυστυχώς)
Από δική μου εμπειρία μια μπριζόλα 300 - 400 γραμμ (που φυσικά υπάρχει σε όλα τα εστιατόρια ειδικά και λιγότερο ειδικά στην ιταλία) είναι πολύ καλή ποσότητα για να μη γυρνάτε έπειτα σπίτι λες και φάγατε το αμόνι του Αυτοματίξ. (όμως δεν εγκρίνεται από τους αυστηρούς κανονισμούς είπαμε!)
2. Πρέπει να χει το κόκαλο (ευτυχώς επετράπη και πάλι αφού το είχαν καταργήσει λόγω τρελών αγελάδων) στη μέση σε σχήμα Τ (τ μπον στέικ δηλαδή), το φιλέτο και το κόντρα φιλέτο. (μη ζητάτε περισσότερα).
3. να ναι ολιγοψημένη. Εδώ έχω κι εγώ ενστάσεις. Δε λέμε να τη φάμε σαν να την έβγαλαν οι πυροσβέστες από καμένο σπίτι. Αλλά δε θέλουμε να γίνουμε και Χάνιμπαλ Λέκτερ και να πιούμε άφθονο αίμα. Μέσος όρος δεν υπάρχει;
Τι να σας πω; Η Φιορεντίνα βέβαια πρέπει να ναι δύο δάχτυλα παχιά (οριζοντίως)
Άρα όσο κι αν ψήσεις, μέσα θα το βρεις το αίμα. (όλο προβλήματα η ζωή μας)

Με τι να τη συνδυάσω;
Οι ιταλοί συστήνουν την πράσινη σαλάτα. Πάμε καλά;
Θα φάω το κρεατάκι μου, το μισόκιλο, με χορταράκι; Πώς θα πάει κάτω;
Η γνώμη μου είναι, φίλοι, πως αν δε βάλεις μια τηγανητή πατάτα…
Άπειρες λοιπόν τηγανισμένες πατάτες για συνοδεία.

Τώρα αν πέσετε σε πολύ μουράτο εστιατόριο στην Ιταλία και δεν έχει, την κάτσατε.
(Κάτι δικά μας που δεν έχουν, κι είναι σα χάνια ενώ το παίζουν ότι μόνο λόγω διαπλοκής δεν σκεπαστήκανε με τους χρυσούς σκούφους του Αθηνοράματος είναι για τις ΚΛΟΤΣΙΕΣ)

Οδηγίες μαγειρικής για όσους επιμένουν να νομίζουν ότι μπορούν να τα κάνουν όλα μόνοι τους.

Αγοράζετε τη μοσχαρίσια Φιορεντίνα ή την παραγγέλνετε στην κουμπάρα σας που πήγε για ψώνια στη Φλωρεντία. (Μην τσακωθείτε για τα γραμμάρια).
Τη βγάζετε δύο ώρες πριν απ’ το ψυγείο
5 λεπτά ψήσιμο στη φωτιά. Γύρισμα.
Μην την τρυπάτε στο γύρισμα.
5 λεπτά και απ’ την άλλη μεριά και τη βγάζετε.
Βάλτε τη σε μεγάλο πιάτο
Σβήστε τη φωτιά.
Μη βάζετε λάδι ή μαϊντανό
Βάλτε αλάτι πιπέρι
Κόψτε με μαχαίρι
Φάτε, άντε.

Μήπως παχύνω;

Θερμίδες
Η μπριζόλα των 600 γραμμ. μόνο 850 θερμίδες. Δεν είναι πολύ, όσο μια καρμπονάρα. Είδατε; Και το παίζετε Οβελίξ και κρατιέστε στυλάκι.
Τώρα άμα βάλετε και καμιά 60-70-80 πατατούλες βάλτε άλλες 2000.
Ε, μη φάτε για δυο μέρες και ισορροπήσατε.

Κλείνουμε μ' ένα πραγματικό ντοοκουμέντο.
Οι ντετέκτιβ του μπλογκ αναζήτησαν σε όλο το κόσμο την Ιουλία, την πρωταγονίστρια του διηγήματος του φίλατου Νουβάντα.
σας παρουσιάζουμε λοιπόν σε πρώτη ραδιοφωνική, παγκόσμια, διαδικτυακή, τηλεοπτική και πάσα άλλη αποκλειστικότητα τη ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΣ.
Η ΙΟΥΛΙΑ ΝΥΦΟΥΛΑ
Νουβάντα φίλε μου για σένα.


Monday, January 15, 2007

κριτική Μπάνβιλ Ο διπλός θάνατος της Κ.Φολς

Διχασμένο κορμί


Μπέντζαμιν Μπλακ Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς, μυθιστόρημα, μτφ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006 σ. 387


Ο Ιρλανδός Τζον Μπάνβιλ είναι μεγάλος συγγραφέας. Η Πράγα (Μεταίχμιο) και η Θάλασσα (Καστανιώτης, βραβείο Μπούκερ 2005) μας αποκαλύπτουν το ταλέντο του όσο και την εκφραστική του ικανότητα. Στο παρόν βιβλίο ο Μπάνβιλ υιοθετεί ένα ψευδώνυμο –Μπλακ- και προσπαθεί να γράψει ένα αστυνομικό, ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα, ή έστω ένα μυθιστόρημα έντονης πλοκής και καλά κρυμμένου μυστηρίου. Το αποτέλεσμα δεν είναι κακό για ένα μέτριο συγγραφέα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση αντάξιο ενός συγγραφέα του βεληνεκούς του Μπάνβιλ.
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικά άνισο βιβλίο που το δεύτερο μισό του δεν έχει καμία σχέση με το πρώτο. Θα έλεγα πως μπορεί ν’ αποτελέσει παράδειγμα του πώς ένας συγγραφέας μπορεί να καταστρέψει το υψηλών προδιαγραφών μυθιστόρημά του με μια κακή συνέχεια κι ένα τελείως άχρωμο τέλος.
Όλα όμως ξεκινούν καλά. Βρισκόμαστε στο Δουβλίνο γύρω στο 1950. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Κουίρκ, ένας καλοσχηματισμένος χαρακτήρας, ιατροδικαστής σ’ ένα νοσοκομείο. Μια μέρα αποφασίζει να ψάξει λίγο περισσότερο το θάνατο μιας νεαρής κοπέλας μπλέκοντας έτσι σε μια περίεργη όσο κι επικίνδυνη υπόθεση, στην οποία σχετίζονται και πολύ κοντινοί του συγγενείς.
Το σκηνικό στήνεται άριστα από το δημιουργό του και μπαίνουν τα θεμέλια για μια εξαιρετική συνέχεια. Η ατμόσφαιρα είναι πειστικότατη, η γλώσσα και οι περιγραφές σε μαγεύουν και το μυστήριο πλέκεται με μαεστρία. Δυστυχώς αυτό ισχύει όσο το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Ιρλανδία –με εξαίρεση κάποια σύντομα κεφάλαια-. Μόλις η δράση μεταφέρεται στην άλλη πλευρά του ατλαντικού η μαγεία χάνεται λες και ο συγγραφέας μπορεί να λειτουργήσει αριστοτεχνικά μόνο όταν αναφέρεται στην πατρίδα του.
Στα κεφάλαια που εξελίσσονται στη Βοστόνη φανερώνονται και οι μεγάλες αδυναμίες του μυθιστορήματος οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στην πλοκή της ιστορίας. Τίποτα το λανθασμένο, απλώς η πλοκή χαλαρώνει μέχρι να γίνει έως αδιάφορη, και το βιβλίο κάνει μια μεγάλη κοιλιά. Μια ξαφνική ανατροπή δίνει μια αχτίδα ελπίδας στον αναγνώστη, αλλά λίγο μετά ακολουθεί μια δεύτερη η οποία χαλάει όποια εντύπωση και έκπληξη είχε καταφέρει η πρώτη. Από κει και πέρα ο συγγραφέας στέκεται αμήχανος, μην ξέροντας κυριολεκτικά πώς να τελειώσει το βιβλίο.
Τι διασώζεται εν τέλει απ’ αυτό το μυθιστόρημα; Καταρχάς η γλώσσα που κινείται σε υψηλά επίπεδα, καλομεταφρασμένη από τον Α. Κορτώ, (αν έλειπε εκείνο το «αγορίνα»!), κι η ονειρική ατμόσφαιρα των δουβλινέζικων παμπ. Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι επαρκώς σκιαγραφημένοι, αλλά οδηγούμενοι από ένα κακό σενάριο δεν μπορούν να λειτουργήσουν και να παρασύρουν τον αναγνώστη.
Η απόπειρα του Μπάνβιλ να «διχαστεί» και να μπει ως Μπλακ σ’ έναν χώρο λίγο πολύ άγνωστό του, νομίζω πως δεν ικανοποίησε. Θα έλεγα πως κυκλοφορούν πολύ καλύτερα αστυνομικά και πολύ καλύτερα βιβλία του Μπάνβιλ στην αγορά.

Δημοσιεύτηκε την προηγούμενη Κυριακή στην Αυγή

Labels: ,

Wednesday, January 10, 2007

Βενετία (μέρος β΄) Isola di Giudecca

Φίλοι, συνεχίζομεν ακμαίοι το αφιέρωμα στη Βενετία.

Ορίστε μια ωραία φώτο που κατά τη γνώμη μου έχει τραβηχτεί απ’ τη κορυφή του καμπανίλε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Μπροστά δεξιά το γκραν κανάλε, (η αρχή ή το τέλος του, όπως θέλετε πάρτε το) με την εκκλησία Santa Maria della Salute απ’ την άλλη μεριά και πίσω το μακρόστενο νησί είναι η Τζουντέκα (διακρίνεται και ο Redentore, η άσπρη εκκλησία).
Isola di Giudecca, Venezia
Λέγαμε για το νησί που προσφέρει ησυχία και απομόνωση. Ονομάστηκε έτσι είτε λόγω εβραίων (Τζουντέι, Ιουδαίοι, τζούντας πριστ κτλ) είτε λόγω των giudicati, δικασμένων-καταδικασμένων και εξορισμένων εκεί. Παλιά είχε βίλες, εξοχικά των Βενετσιάνων, αλλά μετά έγινε τόπος διαμονής φτωχόκοσμου. Συνδέεται με τα βαπορέτι με την υπόλοιπη Βενετία και στην δυτική άκρη του υπάρχουν κανονικές πολυκατοικίες, ενώ δεξιά, ανατολικά είναι τα παλιά σπίτια και φυσικά οι εκκλησίες του. Τώρα αν σας έλεγα πως παλιά ενωνόταν με την Βενετία με ξύλινη πρόχειρη κατασκευή (είναι μακριά λέμε! 270 μέτρα περίπου) που στηριζόταν πάνω σε βάρκες μια φορά το χρόνο για να πάνε να προσκυνήσουν οι πολίτες στην εκκλησία il Redentore που χτίστηκε για τη σωτηρία από το λοιμό του 1575-6 ο οποίος εξόντωσε τη μισή πόλη θα με πιστεύατε; Εγώ όχι, αλλά έτσι γινόταν.







Κανάλι στη Τζουντέκα. Ατμόσφαιρα αμόλυντης Βενετίας ακόμα 100%




Όπως θα διαβάσετε παρακάτω λόγω Χίλτον που έρχεται η Τζουντέκα θα γίνει μαστ. Παίξετε το από τώρα προχωρημένοι στη Βενετία και σνομπάρετε εκείνους που ξέρουν μόνο την πλατεία του Σαν Μάρκο. Σεβαστείτε τον αγώνα που έδωσα για να πείσω την Πάρις να επενδύσει εδώ φίλοι.

Εκείνο όμως που τραβάει την προσοχή σ’ αυτό το νησί είναι:
Το περίφημο κτήριο Mulino Stucky
(δέτε και φωτο α μέρους)
Νεογοτθικού ρυθμού λένε, το έχτισε ο Γερμαναράς με το καλόηχο όνομα Ernest Wullekopf το 1895 για λογαριασμό του επιχειρηματία Giovanni Stucky. Στην περίοδο της ακμής του δούλευαν 1500 άτομα σε βάρδιες όλο το 24ωρο μέχρι το 1955 που έκλεισε. Από κει και πέρα η φθορά, συζητήσεις επί συζητήσεων μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 οπότε και εκπονήθηκε το σχέδιο αναστήλωσής του.
Επισκευαζόταν λοιπόν το έρμο το Στάκυ και γινόταν ένα πολυτελέστατο μπλοκ κατοικιών 138 συνολικά διαμερισμάτων, ένα συνεδριακό κέντρο 2000 ατόμων (είχα κλείσει και μια παρουσίαση του καινούργιου μου βιβλίου αλλά το ματαίωσα γιατί στο μεταξύ προστέθηκαν κι οι φίλοι απ’ τα μπλογκς, εσείς βρε κουτά, και φτάσαμε αισίως τους 2500 καλεσμένους) κι ένα ξενοδοχείο 39 αστέρων, το Hilton Venezia, (αφού όπως σας προείπα μεσολάβησα με κόπο να πείσω την Πάρις να συμφωνήσει).

Πάνω στις εργασίες όμως ήρθε…





Η μεγάλη φωτιά του 2003
Εκεί που όλα έβαιναν καλώς να σου η φωτιά, απ’ το χεράκι της μαφίας απ’ ό,τι ψιθυρίζεται στα κανάλια της πόλης των Δόγηδων και αφήνει να εννοηθεί ο (τότε) δήμαρχος Μάσιμο Κάτσιαρι, απόφοιτος Φιλοσοφίας σαν τον υποφαινόμενο. Μην ξεχνάτε ότι η οργάνωση καλά κρατεί στη γείτονα, δεν υπάρχει μόνο στο νότο, και δεν αστειεύεται. Το γράφω και στο αλκοόλ, αλλά θα το πω κι εδώ:
Μην αποκαλείτε τους Ιταλούς μαφιόζους, είναι η μεγαλύτερη προσβολή που μπορείτε να τους πετάξετε στα μούτρα. Για να είστε κύριοι- κυρίες μην λέτε ποτέ τη λέξη ούτε σε σοβαρή κουβέντα.


Φωτιά, όχι αστεία, φίλοι. Κατέστρεψε τη μια πλευρά του κτηρίου. Ξεκίνησε απ’ τον πύργο (εκεί όπου είχα αγοράσει με σκοπό να το χαρίσω στο Νουβάντα) και μετά τα ξεκώλιασε όλα. Δείτε τη φώτο, ελικόπτερα, ανεμιδόπτερα και πτερά απλά επιστρατεύσθησαν για την πλήρη κατάσβεση της ζωηράς πυρός.
Υπενθυμίζω εδώ ότι φωτιά (πάλι εμπρησμός) είχε καταστρέψει και το περίφημο θέατρο της Βενετίας La Fenice to 1996.


Τι να κάνω τώρα που είχα αγοράσει διαμέρισμα;


Σώθηκαν λένε τα διαμερίσματα, μην καρδιοχτυπάτε. Το πολύ πολύ να έχουν μια καπνιστή μυρωδιά σαν το Τάλισκερ και το Λαγκαβούλιν του φίλου μου του Λίμπρο.
Τα περισσότερα διαμερίσματα είναι από 60 έως 130 τετραγωνικά και απ’ αυτά 100 τουλάχιστον είχαν ήδη πουληθεί και σε λίγες μέρες θα έμπαιναν μέσα οι αγοραστές, οι οποίοι προέρχονταν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Με το άκουσμα της είδησης τηλεφωνούσαν ανήσυχοι για τα διαμερίσματα τους που τα είχαν αγοράσει στην τιμή των;;;; (πόσων ευρώ το τετραγωνικό; πόσων; Έλεγα και εγώ 10.000; πόσων;)… των 3.500 ευρώ το τετραγωνικό. (το 2003 βέβαια, αλλά πόσο να ’χει πάει;)
Πάμε καλά; Όσο κάνουν τα σπίτια στην Αθήνα, σ’ ένα σωρό περιοχές, πχ Καισαριανή, που είναι και δίπλα στο σπίτι μου.

Όμως δεν πληρώνεται το να βλέπεις τα νταμάρια του Υμηττού ή τα Τουρκοβούνια απ’ το να βλέπεις τη παλιοθέα της λιμνοθάλασσας της Βενετίας, έτσι; Μη συγκρίνουμε τώρα τη μεγαλοπρέπεια του Υμηττού με τις μαρμάρινες εκκλησίες της μισοβυθισμένης πόλης, έτσι; Μη βάλω την καινούργια Αθήνα που χτίζεται στα μεσόγεια έτσι;


Κι εγώ που δεν πρόλαβα ν’ αγοράσω στο Στάκυ πού να αγοράσω φτωχικό, κύριε Μαμαλούκα μου;

Φίλοι μου οικονομικά εύρωστοι, έχω το κατάλληλο σπίτι για την αφεντιά σας (χωρίς μεσιτικά)

Αυτό το νησάκι στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας πολύ κοντά στην ιστορική πόλη. Έχει απ’ όλα πάνω. Σπίτια, σπιτάκια, αυλές, κήπους, λεμβοστάσιο κτλ και κυρίως privacy.
Πουλιέται.
Πόσο;
5 ψωροεκατομμυριάκα ευρώ.
Δυστυχώς όμως κάποιος μας πρόλαβε, τα ’δωσε, και το πήρε.
Πολλά; Αν δείτε τις μπλε σελίδες της κυριακάτικης καθημερινής θα συμφωνήσετε μαζί μου πως μόνο πολλά δεν είναι.

Αυτά τα ολίγα, φίλοι. Ας βιαστούμε, έρχεται το σούρουπο…



Τζουντέκα again, στο βάθος οι γερανοί που επισκευάζουν το διαμέρισμά μου στο Στάκυ… καληνύχτα.

Monday, January 08, 2007

Βενετία και πάλι (α΄ μέρος)



Σήμερα γι’ άλλη μια φορά έχω τις μαύρες μου. Γιατί; Γιατί έτσι γουστάρω.
Έτσι λοιπόν θα ταξιδέψω πάλι μέχρι την αγαπημένη μου Βενετία. Αν θέλετε ελάτε, δε θα μιζεριάσω άλλο. Θα βγάλω το χιουμοριστικό μου εαυτό και θα περάσουμε ωραία.



Όπως θα ’χετε καταλάβει αν έχετε διαβάσει το προηγούμενο ποστ η Βενετία λόγω κακών τουριστών πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο. Διαβάστε πώς θα κινηθείτε για να περάσετε καλά.
Γιατί… δεν το συζητάμε, μια Βενετία αξίζει να τη δείτε στη ζωή σας, φίλοι μου…
(αφήστε πια αυτή την Αράχωβα….)

Μερικά γενικά στοιχεία

Δείτε το χάρτη της Βενετίας. (πούν' τος; ε, όταν δείτε έναν) Σας φαίνεται μεγάλη αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαντάζεστε.
Ναι, η Βενετία περπατείται παιδιά, όλες οι αποστάσεις είναι λογικές.
Έτσι δεν είναι ανάγκη να μείνετε κοντά στο κέντρο, προτιμήστε μια περιοχή πιο απομακρυσμένη. Θα είναι πιο ήσυχα και πιο φτηνά. Τα βαπορέτι κυκλοφορούν όλες σχεδόν τις ώρες και σας πάνε παντού (όμως με κόστος 5 ευρώ, αλλά υπάρχουν και ημερήσιες κάρτες).

Όπως όλες σχεδόν οι ιταλικές πόλεις (τα ιστορικά τους κέντρα) κάθε γωνιά της Βενετίας είναι και μια ζωγραφιά ή ένα ποίημα. Γι’ αυτό αξίζει να πάτε με το ταίρι σας ειδικά αν νιώθετε ερωτευμένος-η. Αν πάτε μόνος-η τότε αφεθείτε στην παρατήρηση και στο στοχασμό (απεξαρτηθείτε λίγο απ’ την τηλεόραση και το μαύρο της Αθήνας), αν και θα θέλετε κάθε στιγμή να μοιραστείτε τις έντονες εμπειρίες και εικόνες που θ σας κατακλύζουν.
Δεξιά, χαρκτηριστική αρχιτεκτονική της Βενετίας. σας θυμίζει κάτι; Ναι, είναι σαν το πύργο της Πίζας, μόνο που αυτός δεν έγειρε.

San Polo
Μια περιοχή που περπάτησα στο προηγούμενο μου ταξίδι ήταν το Σαν Πόλο, όπου κυριαρχεί μια τεράστια για τα δεδομένα της Βενετίας πλατεία, (Piazza San Polo) όπου τα παλιά χρόνια έκαναν διάφορες γιορτές. Εκεί έζησε ο Γάλλος Γεωγράφος Adriano Valvi, (υπάρχει και μαρμάρινη πλάκα) τη Γεωγραφία του οποίου μετέφρασε ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ Κούμας και κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του τελευταίου σε πέντε τόμους όγδοου σχήματος κι έξι χάρτες χρωματισμένους με το χέρι, τυπωμένο στη Βιέννη τα έτη 1838-1840. (Όλα αυτά σας τα είπα α) γιατί έχω το έργο κι είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό β) αν ποτέ πάτε εκεί μάθετε απ’ έξω τις τρεις γραμμές να κωλώσετε κανένα δύσμοιρο που σας το παίζει ξερόλας και γ) τα ’γραψα και στο μυθιστόρημά μου και τα χω πρόσφατα).

Πριν την πλατεία του Σαν Πόλο υπάρχουν κι άλλες μικρότερες πλατείες. Θυμάμαι μια πολύ μικρή, κλειστή στις τρεις της πλευρές, την Σαν Στιν. Εκεί μπορείτε να φιλήσετε το ταίρι σας χωρίς να φοβάστε ότι μπορεί να σας το σκάσει.

Κάπου εκεί υπάρχει και το σπίτι του Άλδου Μανούτιου, του μεγαλύτερου τυπογράφου του κόσμου που έφτιαξε αριστουργήματα με τα οποία είμαι ερωτευμένος, αλλά δε λέω περισσότερα γιατί θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα μέχρι το τέλος του 2007.

Το νησί Τζουντέκα

Βρίσκεται νότια της πόλης κι είναι το μέρος που θα επισκεφτώ στο επόμενο ταξίδι μου (αν είμαι καλά και ζω, φτου φτου).
Το χάζεψα με το βαπορέτο και διάβασα αρκετά γι’ αυτό. Εκεί φίλοι όμως θα είναι η απόλυτη απομόνωση. Ως γνωστόν η Βενετία δεν φημίζεται για τη νυχτερινή της ζωή. Όχι, μπαρ υπάρχουν και εύκολα θα βρείτε να διασκεδάσετε μέχρι τις 01.00 τουλάχιστον, αλλά στο νησί Τζουντέκα θα υπάρχουν ελπίζω μόνο κάνα δυο μπαρ που θα κλείνουν νωρίς.

Γιατί ενδιαφέρθηκα για το νησί;
Γιατί εκεί υπάρχει το Mulino Stucky, ένα τεράστιο βιομηχανικό κτήριο που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και δεσπόζει επιβλητικό (και λίγο αταίριαστο) στο τοπίο της λιμνοθάλασσας της Βενετίας.
Ολόκληρη ιστορία το συνοδεύει απ’ την ακμή του μέχρι την πτώση του το 1960 περίπου μέχρι την εγκατάλειψή του, λίγες δεκαετίες αργότερα.
Σας δίνω φωτογραφίες και υπόσχομαι τη συνέχεια σε λίγες μέρες.
Αριστερά και δεξιά πάνω το Στάκυ. Απίστευτο οικοδόμημα σε μια μαγευτική περιοχή.

Tuesday, January 02, 2007

Πότε μην υποτιμάς έναν μπλόγκερ… (σύντομη ιστορία)

Καλή χρονιά σε όλους! Λίγο έλειψα και κοντέψατε να μου γκρεμίσετε το μπλογκ.
Ορίστε ξανάρθαμε.
Δημοσιεύω τη σύντομη ιστορία μου που δημοσιεύτηκε την παραμονή της πρωτοχρονιάς στο Έθνος της Κυριακής.

Πότε μην υποτιμάς έναν μπλόγκερ…

Διόρθωσε τη γραβάτα του κι έφυγε από το γραφείο. Κόντευε τρεις το μεσημέρι και μπορούσε να λείψει καμιά ωρίτσα άνετα. Άλλωστε ήταν η ώρα που οι περισσότεροι έτρωγαν κάτι πρόχειρο. Φυσικά είχαν και τα νούμερα των δύο κινητών του –το τρίτο ήταν μόνο για την κόρη του- αν γινόταν κάτι έκτακτο, που να χρειάζεται ένα ομώνυμο δελτίο.
Πήρε ένα ταξί και του είπε την πλατεία στο Περιστέρι. Σε ένα τέταρτο, έξω από ένα μεγάλο ίντερνετ καφέ έβγαλε το σακάκι του και φόρεσε μια μαύρη κολεγιακή μπλούζα που είχε κρύψει μέσα στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα του. Έβγαλε τα γυαλιά του και ζήτησε έναν υπολογιστή για να μπει στο ίντερνετ. Ο νεαρός πίσω απ’ τον πάγκο δε φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Ωραία, σκέφτηκε. Δυστυχώς δεν υπήρχαν πολλές κενές θέσεις κι αναγκάστηκε να καθίσει δίπλα σ’ έναν μακρυμάλλη έφηβο. Γύρω του όλοι έπαιζαν εκείνα τα χαζά παιχνίδια με σκοτωμούς και μάχες σε μεσαιωνικά κάστρα με ανθρωπόμορφα τέρατα. Ηλίθιοι νέοι, ζώα, είπε από μέσα του. Όλοι τους κάπνιζαν κι έπιναν φραπέ. Δε γύριζαν να τον κοιτάξουν. Αυτό επιθυμούσε κι εκείνος.
Μπήκε αμέσως εκεί που ήθελε. Στα μπλογκ. Είχε φτάσει σε σημείο να σημειώνει σ’ ένα χαρτάκι πού θα έμπαινε και με ποιο ψευδώνυμο. Άρχισε αμέσως να πετσοκόβει. Να γράφει σχόλια στα ποστ των άλλων. Έγραφε βρισιές, προσβολές, συκοφαντίες, ψέματα. Διαστρέβλωνε τα σχόλια, πιανόταν από λεπτομέρειες κι άρχιζε επιθέσεις υποδυόμενος άλλους. Ορκιζόταν πως λέει αλήθεια, έκανε πως ξεσκέπαζε συνομωσίες, πως ανακάλυπτε απάτες άλλων μπλογκερ. Άλλαζε μπλογκ κι έμπαινε με άλλο ψευδώνυμο, ή σαν ανώνυμος χρήστης. Έμπαινε σε αγνώστους, σε φίλους, αλλά και στο δικό του και συνέχιζε τους λιβέλους. Μερικά τα είχε σχεδιάσει, άλλα του έρχονταν εκείνη τη στιγμή. Ήταν καλός στις προσβολές, τον είχε μάθει η δουλειά του. Κάθε τόσο κοιτούσε αριστερά δεξιά με την περιφερειακή του όραση μήπως τον παρακολουθεί κανένας. Καμία σχέση, όλοι ήταν απορροφημένοι στα παιχνίδια τους, ουδείς ασχολούνταν με τον γέρο –ήταν σίγουρος πως τέτοιον τον θεωρούσαν- που ποιος ξέρει τι έψαχνε στο δίκτυο. Σε λίγο τα είχε κάνει γης μαδιάμ. Μερικοί είχαν προλάβει να του απαντήσουν, άλλοι τα είχαν βάλει με άλλους μπλογκερ νομίζοντας ότι εκείνοι κρύβονταν πίσω από κείνον. Χαμογελούσε, χαιρόταν πραγματικά, την καταέβρισκε.
Σε μισή ώρα έφυγε βιαστικά πετώντας ένα ευρώ στον πάγκο και γύρισε στη δουλειά του για το βραδινό δελτίο.
Το βράδυ επέστρεψε στην πανάκριβη τριώροφη μεζονέτα του οδηγώντας το Καγιέν του. Αδημονούσε ν’ ανοίξει το φορητό του και να δει τα αποτελέσματα. Στα μπλογκ επικρατούσε αναβρασμός. Άλλοι έβριζαν, άλλοι σιωπούσαν, άλλοι παρηγορούσαν άλλους. Εκείνος απολάμβανε το θρίαμβό του. Τότε φορούσε το κανονικό του ψευδώνυμο κι έμπαινε στο μπλογκ του.
Το είχε ανάγκη να είναι μια σελίδα, να είναι κρυμμένος πίσω από ένα ψευδώνυμο. Όλοι τον ήξεραν, όλοι τον κοίταγαν, όλοι τον αναγνώριζαν. Εδώ όμως όλοι τον ήξεραν ως Larry Bird κι εδώ έγραφε για το κρυφό του πάθος, το μπάσκετ. Όχι χουλιγκανισμούς, ούτε πώρωση για κάποια ομάδα. Έγραφε για το μπάσκετ, το άθλημα. Έβαζε ποστ για το NBA, ανέλυε συστήματα, έδινε στατιστικά αγώνων κι έκανε αφιερώματα σε παλιούς αστέρες που τα παιδαρέλια αγνοούσαν. Στα σχόλιά του έβρισκε τον ανώνυμο που τον έβριζε. Δηλαδή τον εαυτό του. Δεν του απαντούσε δείχνοντας υποτίθεται ανωτερότητα, απλώς σχολίαζε με τους διαδικτυακούς φίλους του ποιοι είναι αυτοί οι μαλάκες που μπαίνουν ανώνυμα και γράφουν αυτά τα πράγματα.
Έπειτα κοιμόταν σαν πουλάκι, πανευτυχής.
Μια μέρα διάλεξε να πάει στον Κορυδαλλό. Δεν είχε ξαναπάει, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε κάποιο καφέ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σίγουρος ότι δε θα τον έβρισκαν ποτέ. Κάθε φορά άλλαζε καφέ. Πειραιά, κέντρο, Χαϊδάρι, Νίκαια, Κηφισιά. Άσ’ τους ηλίθιους να ψάχνουν τα IP, τα ηλεκτρονικά ίχνη, σκεφτόταν.
Όταν το ταξί τον άφησε λίγο πιο πέρα από μια μεγάλη πλατεία έβρεχε δυνατά. Άνοιξε την ομπρέλα του και άρχισε να περπατάει κοιτώντας τα καταστήματα. Γρήγορα βρήκε ένα ίντερνετ καφέ. Πλησίασε και κοίταξε από τη βιτρίνα. Ήταν σχετικά μικρό και σχεδόν γεμάτο. Παρ’ όλα αυτά μπήκε. Του υπέδειξαν έναν υπολογιστή στο βάθος. Όταν γύρισε το κεφάλι είδε ότι ήταν κολλητά στον τοίχο και δίπλα βρισκόταν ένα παιδί σε αναπηρικό καροτσάκι. Πλησίασε και είδε ότι έπαιζε τα γνωστά, χαζά παιχνίδια. Φαινόταν λίγο καθυστερημένο, καθώς του έτρεχαν τα σάλια. Κάθισε δίπλα του ήσυχα. Ο μικρός δε γύρισε να τον κοιτάξει καν.
Ξεκίνησε τη δουλειά του, την περιήγηση στα μπλογκ. Το χαμόγελο στόλισε τα χείλη του. Κάθε τόσο παρατηρούσε τον μικρό. Τα έδινε όλα, πάταγε με μανία τα πλήκτρα, δε φαινόταν να έχει καταλάβει ότι κάποιος βρισκόταν δίπλα του. Συνέχισε με κέφι καθώς είδε ότι είχε καταφέρει να τσακωθούν δύο μπλογκερ και να αλληλοαπειλούνται με μηνύσεις. Κόντευε να τελειώσει το γύρο των προσβολών όταν ο μικρός γύρισε προς το μέρος του.
«Συ… συγνώμη, κ… κύριε» είπε κεκεδίζοντας. Τον ακούμπησε στο χέρι.
Αναπήδησε έκπληκτος. Αν κάποιος τόλμαγε να τον ακουμπήσει στο κανάλι θα τον απέλυε παρά χρήμα.
«Συ… συγνώμη, δεν είστε ο κυ… κύριος Πετρόπουλος που λε… λέτε τις ειδήσεις στην τη… τηλεόραση;»
Στράφηκε προς τον μικρό. Τον κοίταξε καλύτερα. Είδε ότι δεν ήταν μικρός, απλώς δεν είχε τη σωματική διάπλαση ενήλικα. Όμως δεν πρέπει να ’ταν πάνω από είκοσι πέντε χρόνων. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έπειτα γύρισε στο κομπιούτερ του και ξανακοίταξε σε ποιο μπλογκ βρισκόταν. Ήταν σ’ έναν βιβλιόφιλο, με το ψευδώνυμο Μπαλζάκ. Τον ζήλευε για την αγάπη του προς τα βιβλία, για τις γνώσεις του στη λογοτεχνία και για τις οξυδερκείς και αντικειμενικές βιβλιοκριτικές του. Καιρό τώρα του άφηνε προσβλητικά σχόλια ενώ πριν από δυο λεπτά του είχε γράψει αισχρόλογα για την οικογένειά του. Όμως δεν ανησύχησε. Από το προφίλ του και από τις γνώσεις του, ο Μπαλζάκ πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα χρόνων.
«Θα μπο… μπορούσατε να μου δω… δώσετε ένα αυ… αυτόγραφο;»
Ησύχασε περισσότερο.
«Ναι, μικρέ μου» είπε και χαμογέλασε. Την έκανε τη καλή του πράξη για σήμερα.
«Ευ… ευχαριστώ. Μπαίνετε στα μπ… μπλογκ κι εσείς;»
Πάγωσε. Ψέλλισε «ναι».
«Κι εγώ» είπε ο μικρός που τώρα δεν κεκέδιζε καθόλου. «Είστε στη σελίδα μου. Είμαι ο Μπαλζάκ».
Έχασε το πάτωμα κάτω από τα πόδια του. Πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς την έξοδο παρασύροντας τρεις καρέκλες. Έξω η βροχή έπεσε στα μάτια του. Χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε από το πεζοδρόμιο. Άκουσε ένα θόρυβο κι έπειτα ένιωσε να πετάει στον αέρα. Όταν προσγειώθηκε στη βρεγμένη άσφαλτο η λεκάνη του και τα δυο του πόδια ήταν σπασμένα. Όλα γύριζαν. Έστριψε το κεφάλι αριστερά δεξιά κι είδε τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού. Σήκωσε τα μάτια. Ο μικρός χαμογελούσε.