Friday, February 27, 2009

Μια κριτική για τη Μοναξιά της ασφάλτου


20/2/2009

Η μελαγχολία της Αθήνας
Της Βιβής ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ, Η μοναξιά της ασφάλτου, μυθιστόρημα, εκδ. Α.Α.Λιβάνη, σελ.339

Με το νέο του μυθιστόρημα ο Δημήτρης Μαμαλούκας επιχειρεί να συνδεθεί με το προηγούμενό του, τη Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, και προγραμματίζει, όπως αναφέρει στο σημείωμά του, τη σύνθεση μιας «άτυπης τριλογίας, ή τετραλογίας». Για πρώτη φορά, ο συγγραφέας διαλέγει ως τόπο δράσης όχι μια μοντέρνα ιταλική πόλη αλλά την ελληνική πρωτεύουσα και μάλιστα τις υποβαθμισμένες και τις λαϊκές συνοικίες της. Εδώ συναντάμε αναγνωρίσιμες αναφορές της ζωής της Αθήνας, ωστόσο ο συγγραφέας αναφέρεται σε αυτήν ως «η Πόλη», επιδιώκοντας προφανώς να δημιουργήσει μια αίσθηση αποξένωσης. Κυρίαρχο εύρημά του είναι να συνδέσει τη μόλυνση της πόλης με την υπαρξιακή κατάσταση των πρωταγωνιστών του. Η ασχήμια του αστικού τοπίου, το έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και το άγχος της βιοπάλης υπογραμμίζουν την ασημαντότητα της ζωής τους. Περαιτέρω, η κατάσταση αγγίζει την υπερβολή και αποκτά μεταφυσικές ιδιότητες. Το νέφος πέφτει, αναπάντεχα, τόσο πυκνό στους δρόμους της Αθήνας, και ακινητοποιεί τη ζωή της. Η δράση χτίζεται σπονδυλωτά. Παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή έξι χαρακτήρων οι οποίοι στη συνέχεια συνδέονται μεταξύ τους. Ο «διεφθαρμένος μπάτσος» Τσίκης, ο βιτσιόζος «κακός» Πετράρχης και ο εξαθλιωμένος μετανάστης Αλί. Από την άλλη μεριά, η Στέλλα, η Μιράντα και η Δέσποινα, τους συμπληρώνουν με τον δικό τους τρόπο. Ο συγγραφέας προσεγγίζει τις γυναίκες κυρίως από τη βιολογική τους πλευρά (περίοδος, θηλασμός, οργασμός) που είναι αποδομένη, βέβαια, με μια αντρική ματιά. Επίσης τις παρουσιάζει ως θύματα των αντρών με τους οποίους συνδέονται. Ο Αλί και η Δέσποινα προκαλούν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή είναι χαρακτήρες που έχουν συνδεθεί με την πραγματική ζωή της Αθήνας. Ο λαθρομετανάστης που χτυπιέται από το οργανωμένο κράτος και το λαϊκό, σκληρά εργαζόμενο κορίτσι στη μοντέρνα εκδοχή του, προσδίδουν σε αυτό το μυθιστόρημα μια κοινωνική χροιά, για πρώτη φορά στο έργο του Μαμαλούκα. Στα ειδικότερα σημεία του βιβλίου διαπιστώνουμε και ορισμένες αδυναμίες. Η γραφή του είναι σε μεγάλο βαθμό σεναριακή. Το πρώτο μέρος της ιστορίας πλατειάζει, ενώ δεν λείπουν οι φλυαρίες, όπως οι λεπτομερείς τεχνικές πληροφορίες για μοντέλα αυτοκινήτων και η αυτούσια παράθεση στίχων ροκ τραγουδιών, στοιχεία που φαίνεται να απευθύνονται σε ένα ειδικό κοινό. Επίσης, η ανακεφαλαίωση των δεδομένων δεν είναι πάντα απαραίτητη. Από τη στιγμή όμως που ο συγγραφέας θα αποφασίσει τη δέση και τη λύση της ιστορίας του, το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο. Από την άλλη μεριά, μελετώντας την πορεία του έργου του διαπιστώνουμε πια καθαρά τις αρετές του. Ο Μαμαλούκας έχει την ικανότητα να φτιάχνει «ατμόσφαιρα» και να δημιουργεί σασπένς. Είναι επίσης καλός στο να φτιάχνει αυτόνομους χαρακτήρες. Επιπλέον, το στοιχείο του «κακού» είναι ώριμο στη γραφή του. Υπάρχει ζοφερότητα στην αφήγησή του, ενώ γοητεύουν τα λαβυρινθώδη σκηνικά του, όπου γίνονται οι μοιραίες συγκρούσεις (η θαλάσσια σπηλιά κάτω από το «πήδημα της Σαπφούς» στη Λευκάδα στην Απαγωγή ενός εκδότη, τα σκοτεινά υπόγεια του αρχοντικού στη Βενετία στην Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα και οι υπόγειες στοές στην Αθήνα στο τελευταίο του μυθιστόρημα).Από όλο το έργο του Μαμαλούκα, κορυφαίος κακός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο διανοητικά «καθυστερημένος» Μπέμπε από το μυθιστόρημα Η Απαγωγή ενός εκδότη. Επειδή ήταν «βλαμένος», ήταν και απρόβλεπτος στο μέγεθος του κακού που μπορούσε να προξενήσει. Στο ανά χείρας μυθιστόρημα, το κυνηγητό στις υπόγειες στοές ανακαλεί τους Άθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ. Εδώ αναμετρούνται, μέσα στο σκοτάδι, οι δύο «κακοί» και από τις δύο πλευρές του νόμου, δηλαδή ο εγκληματίας και ο διεφθαρμένος αστυνομικός. Το σκοτάδι είναι φυσικό αλλά και υπαρξιακό, ώστε να μπορεί να «διαβαστεί» και ως σκοτάδι ψυχής. Νομίζω ότι ο Μαμαλούκας μπορεί να εμπλουτίσει το αστυνομικό είδος με τον ιδιαίτερο αισθητισμό του και να εμβαθύνει στη «σκοτεινή» πλευρά της ψυχής των ηρώων του. Η τριλογία που συνθέτει θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαχείριση μιας μεγάλης πλοκής, αλλά και με τη δημιουργία ενός συνεκτικού οράματος, που θα χαρίζει και μια «δεύτερη ανάγνωση».

Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος

Ευχαριστώ πολύ την κ. Βιβή Ζωγράφου - Πονσέ.
Διορθώνω δυο πραγματάκια ανευ σημασίας: ο Αλί του βιβλίου λέγεται Αμίρ κι ο ελαφρώς καθυστερημένος γίγαντας στην "Απαγωγή του εκδότη" λέγεται Σάντρο (Μπέπε λέγεται ο αδερφός του).

Labels: , ,

Saturday, February 14, 2009

ex libris, κτητορικές σημειώσεις, σφραγίδες, βιβλιοφιλικά...

Καλαίσθητη κτητορική σημείωση στον δέκατο τόμο του έργου Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων του Κωνσταντίνου Κούμα, Βιέννη, Haykul, 1831.

ex libris Δ Γεωργιος Βοθροντάς (από το βιβλίο Paradise Lost by John Milton, 1816)

Κτητορική σημείωση Φιλ. Αντωνιάδη στο δέκατο τόμο του έργου Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικών Μαθημάτων παρά Στέφανου Κομμητά, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, Γκαρμπολάς, 1840
(22 Δεκεμβρίου 1938... λίγο καιρό πριν ξεσπάσει ο πόλεμος)


Σφραγίδα στη σελίδα τίτλου... ανεπίτρεπτον... Βιβλιοθήκη Νικολάου Α. Βάου (στα παλαιοβιβλιοπωλεία έχω συναντήσει κι άλλα δικά του...)



Σφραγίδα: Σεράπειον Αναγνωστήριον Εν Αλεξάνδρειαι



Σφραγίδα: Νικόλαος Κ. Καψής Καθηγητής Θεολόγος και Νομικός



Πόσο παλιά να είναι η λέξη cabriolet;
Τουλάχιστον πριν το 1845 όταν και εκδόθηκε αυτό το βιβλίο...
"Il giovane del mantello si rivolse rapidamente verso un cabriolet del quale poco prima aveva mandato"

Labels:

Thursday, February 12, 2009

Το να είσαι θνητός, καμια φορά είναι ευλογία...

Τη νέα ανανεωμένη έκδοση του Kindle, της φορητής ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης της Amazon, παρουσίασε σήμερα στη Νέα Υόρκη ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Τζεφ Μπέζος.
Το βασικό ατού του νέου Kindle είναι η συνδεσιμότητα, καθώς ο χρήστης θα μπορεί ανά πάσα στιγμή, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, να κατεβάζει από το site της Amazon ένα βιβλίο σε μόλις 6 δευτερόλεπτα, καθώς η νέα συσκευή είναι συμβατή με τα 3G δίκτυα κινητής τηλεφωνίας.
Η συσκευή μπορεί να χωρέσει έως και 1.500 τίτλους βιβλίων –η μνήμη της έχει χωρητικότητα 2 GB- και η αυτονομία της μπαταρίας είναι ενισχυμένη κατά 25%.
Στα νέα χαρακτηριστικά συγκαταλέγεται και η απαγγελία κειμένου, καθώς το νέο Kindleέχει τη δυνατότητα να μετατρέπει το κείμενο σε ζωντανό λόγο.
Η «βιβλιοθήκη τσέπης» θα κυκλοφορεί στις ΗΠΑ από τις 24 Φεβρουαρίου και η αρχική της τιμή θα είναι 359 δολάρια (272 ευρώ).
αναδημοσίευσις απο τα Νέα

«Incunaboli» είπε με δυνατή φωνή. «Αρχέτυπα στα ελληνικά. Οι πρώτες και οι πιο σημαντικές στιγμές της τυπογραφίας. Τα έργα των πιονιέρων, των ανθρώπων που έβαλαν τους θεμέλιους λίθους της επιστήμης μας, του πάθους μας».
Τα περισσότερα ήταν ογκώδη σε σχήμα φύλλου. Έβγαλε ένα και μου το έδειξε. Οι χαρακτήρες ήταν γοτθικού τύπου σημάδι ότι πρέπει να ’χε τυπωθεί στη Γερμανία.
«Οι πρώτες σελίδες τίτλων. Αριστουργήματα μέσα στην απλότητά τους. Θαυμάστε, θα μπορούσα να το παρομοιάσω μόνο μ’ ένα στήθος μιας εικοσάχρονης θεάς. Τα πρώτα έντυπα που δημιούργησε το ανθρώπινο χέρι. Από το Γουτεμβέργιο το 1450 περίπου, μέχρι το 1500. Πενήντα χρόνια προσπαθειών και μόχθου για να φύγουμε από τα χειρόγραφα και τις αντιγραφές. Βέβαια έτσι χάσαμε τις διακοσμήσεις και τις περίτεχνες μικρογραφίες των χειρογράφων, αλλά κερδίσαμε το βιβλίο, αγαπητέ μου.
»Μπορείτε να φανταστείτε κάποιους καλόγερους επιφορτισμένους με το ταπεινό λειτούργημα της αντιγραφής που θα έζησαν σ’ αυτή τη χρυσή περίοδο; Θα μεγάλωσαν με χειρόγραφα και θα έζησαν τόσο ώστε να πιάσουν στα χέρια τους τα πρώτα τυπωμένα βιβλία. Τι τυχεροί! Και πιθανότατα θα αγνοούσαν την τύχη τους. Ότι έζησαν δηλαδή στα πρώτα χρόνια της επανάστασης πού άλλαξε τον κόσμο».
Σκέφτηκα ότι κάτι ανάλογο μπορούσες να ισχυριστείς ότι πήγαινε να συμβεί και μ’ εμάς και το ηλεκτρονικό βιβλίο που υποτίθεται θα αντικαθιστούσε το τυπωμένο
, αλλά δεν τόλμησα να του το πω γιατί σίγουρα ο Σκούρας θα με εκτελούσε εν ψυχρώ χωρίς δεύτερη κουβέντα.




kinder sorpresa, αυτό μπορείς να το κάνεις;

«Μου δίνετε το βιβλίο να το εξετάσω;»
Όταν του το έδωσα δεν είχε πια μάτια για τίποτε άλλο. Πήγε σ’ ένα μικρό τραπεζάκι που έδειχνε παλιό κι ήταν στρωμένο με μια παχιά πράσινη τσόχα. Ακούμπησε το βιβλίο απαλά και βυθίστηκε στην αργή τελετουργική εξερεύνησή του. Στο γραφείο δεν υπήρχαν στυλό ή πένες, αλλά ούτε και μολύβια. Φυσικά ποτήρι, φλιτζάνι ή οτιδήποτε περιείχε υγρό δε θα πλησίαζε ούτε στα πέντε μέτρα. Εκείνος κρατούσε μόνο έναν βαρύ ασημένιο μεγεθυντικό φακό με τον οποίον μελετούσε κάθε τόσο την εικονογράφηση. Είχε απορροφηθεί εντελώς. Μετάνιωσα που δεν είχα κοστολογήσει ακριβότερα το βιβλίο. Όμως ο Σκούρας είχε δίκιο, ήταν ήδη αρκετά ακριβό. Σε μια δημοπρασία στη Βαρκελώνη το 1998 ένα παρόμοιο, αλλά με τριάντα εννιά από τις σαράντα δύο εικόνες του, είχε κατακυρωθεί σε ένα ποσό που αντιστοιχούσε σε τέσσερις χιλιάδες εφτακόσια σημερινά ευρώ περίπου. Η αξία του βιβλίου, κι αυτό που το είχε κάνει κλασικό, ήταν φυσικά η μεγάλη τέχνη του Αντρέα Παλάντιο στην εικονογράφηση, πρωτοποριακή για την εποχή.
«Άψογο. Υπέροχο. Ξέρετε τι μου αρέσει πέραν της αισθητικής και του θέματος σε όλα τα παλαιότυπα; Το χαρτί. Το πάχος του, το βάρος του, η ζεστασιά στην αφή του. Είναι τετρακοσίων τόσων χρόνων και θα ζήσει το λιγότερο άλλα τόσα. Τέτοια διαφορά με τα σημερινά σκουπίδια που αγενώς ονομάζονται βιβλία».
Συμφώνησα απολύτως, το ίδιο πίστευα κι εγώ, και θα πρόσθετα επίσης τη νοσταλγική βαριά μυρωδιά του παλαιού χαρτιού που αγαπούσαν όλοι οι βιβλιόφιλοι.


Σημείωση για τις φωτογραφίες μου: φυσικά δεν είμαι τόσο πλούσιος ή τύχερος ώστε να έχω στην κατοχή μου ένα αρχέτυπο. (Το βιβλίο είναι του 1650 περίπου). Στη δεύτερη το εικονιζόμενο βιβλίο δεν είναι αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στο απόσπασμα.
Ακούστηκαν αποσπάσματα απο τη χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα τα οποία με εκφράζουν τόσο πολύ, σχεδόν σαν να τα έγραψα εγώ.

Labels: , , ,

Monday, February 09, 2009

Χάθηκε κι ο ποιητής Τάσος Δενέγρης

Το κυκλικό αυλάκι του δέντρου με φύλλα, χαρτιά και το κάτω μέρος του κλειστού περιπτέρου με επιγραφές στην οδό Φωκυλίδου μία και μισή νύχτα Σαββάτου και πάλι το δέντρο να παίρνει μια θέση εξέχουσα, ασήμαντο τη μέρα με τα νήπια και την ακολουθία τους στην πλατεία Δεξαμενής, το parking και το ηλιακό φως κάθετο ή πλάγιο στα ελλιπή φυλλώματα και τον αναιμικό κορμό του, το δέντρο της οδού Φωκυλίδου, ένα από τα εκατομμύρια δέντρα που υπάρχουν στα δάση, τις πόλεις, τις κωμοπόλεις, τις όχθες των ποταμών, τα βουνά, τις πεδιάδες, τα δέντρα της Αγίας γραφής, τα δέντρα του Χόλλυγουντ, τα δέντρα των οάσεων του δάσους της Βουλώνης, του Μέλανος Δρυμού, τα δέντρα με τους κρεμασμένους, με τους καρπούς, τα δέντρα που ήκμασαν, που παρήκαμσαν, που δεν ήκμασαν, που άνθισαν, που δεν άνθισαν, που ρίξαν τα φύλλα τους παραπλεύρως στο αυλάκι όπως αυτό, ή πολύ μακρύτερα στο μονοπάτι, ή την αλλέα, ή τη λεωφόρο, το δέντρο του Αβεσαλώμ, το δέντρο του κακού, το δέντρο της γνώσεως, το γενεαλογικό δέντρο, το δέντρο σα σύμβολο, το δέντρο σα φυτό, το δέντρο σα μεταφορική λέξη, το δέντρο σα μεταφορικό μέσο, το δέντρο σα καύσιμο, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, το δέντρο σα δέντρο στη γωνιά της οδού Φωκυλίδου νύχτα Σαββάτου, μέσα Δεκεμβρίου του έτους χίλια εννιακόσια εξήντα τρία.

Του Τάσου Δενέγρη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάλι - ένα τετράδιο αναζητήσεων τεύχος 1 σ.68

Ένα κείμενο για τα μέρη όπου έπαιζα παιδί, (λίγα χρόνια μετά θα γινόμουν ένα απο τα νήπια της πλατείας Δεξαμενής) για το ασυνήθιστα μικρό περίπτερο που δεν υπάρχει πια, για την οδό Φωκυλίδου, ίσως τον πιο ποιητικό δρόμο της Αθήνας στον οποίο χαιρόμουν να περπατώ ειδικά τα μεσημέρια της Κυριακής ή κάποια βράδια πολύ αργά...
Προς κάθε ενδιαφερόμενο: ένας λόγος που έκοψα τα σχόλια είναι για να αποφύγω τις ερωτήσεις του στυλ: είναι αυτοβιογραφικό το κείμενο;

Monday, February 02, 2009

Κάθισε στο μικροσκοπικό του τραπεζάκι, το σκουληφαγωμένο και κουτσό κι άρχισε να χτυπάει με μανία τα πλήκτρα. Σύντομα ο ήχος τον ζάλισε, ίσως και να του έφερε νύστα. Δεν κοίταζε τι έγραφε. Είχε μπει στη μέθη της γραφής, όπως την έλεγε. Να τα ρίξω στο χαρτί, να τα ρίξω στο χαρτί, έλεγε μέσα του. Και μετά βλέπουμε, μετά τα διορθώνουμε.
Το κρύο τον χτυπούσε παντού. Το αισθανόταν στην πλάτη, στα δάχτυλα των ποδιών, στα δάχτυλα των χεριών, αυτά που χτυπούσαν τα πλήκτρα με μανία. Ο λαιμός του έκαιγε, κάθε τόσο σκούπιζε τη μύτη του με χαρτομάντιλα που καταδέχτηκε να πάρει από έναν κουρελή σε κάποιο φανάρι.
Ταυτόχρονα πεινούσε, η κοιλιά του διαμαρτυρόταν συνεχώς. Περίμενε της έλεγε, περίμενε. Κι έπειτα, εντελώς απροειδοποίητα, ήρθε εκείνη η σκέψη που νόμιζε ότι θα τον σκοτώσει: αυτό το βιβλίο δε θα το τελειώσεις ποτέ. Κι αυτόματα έχασε τον ειρμό των σκέψεών του. Και τα δάχτυλά του σταμάτησαν απότομα. Κι οι λέξεις έμοιαζαν ξένες, εκείνο το γραμμένο κομμάτι πάνω στο λευκό φύλο έμοιαζε –πέρα από τα πολλά ορθογραφικά λάθη- ακατανόητο, βλακώδες, μια παπαριά και μισή όπως είπε από μέσα του. Κι ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι, την πλάτη του να μυρμηγκιάζει, έναν πονοκέφαλο να μεγαλώνει ταχύτατα και μια αίσθηση κενού, μια απελπισία καλύτερα, να τον καταλαμβάνει αστραπιαία. Κρύο δεν ένιωθε πια. Ένιωθε μόνο ένα κενό, ένα απίστευτο κενό λες και κάποιος του πήρε όλες τις σκέψεις απ’ το μυαλό, ένα ολόκληρο βιβλίο είχε εκεί μέσα, όχι μόνο ένα κεφάλαιο, ένα ολόκληρο βιβλίο χάθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, εξαφανίστηκε. Κι ούτε μπορούσε να κάνει μια σκέψη, ούτε μπορούσε να βρει μιαν άκρη, να ξαναπιάσει από κάπου. Κι όσο κοίταγε το γαμημένο κομμάτι του φαινόταν ότι το είχε γράψει κάποιος άλλος. Ένας τύπος, ένα βρομιάρης ξένος που τρύπωσε στο σπίτι του, σ’ εκείνο το φτωχοκάλυβο που ούτε θέρμανση είχε, κι άρχισε να του πειράζει τα γραπτά του, να ανακατεύει τα χειρόγραφά του, τις σημειώσεις του, το βιβλίο του. Αυτό για το οποίο ένιωθε ότι ζούσε, για το μοναδικό λόγο που τον κρατούσε σ’ αυτή τη γαμημένη τη ζωή.
Την κράταγε την μπουνιά τόσην ώρα, αλλά δεν μπόρεσε να την κρατήσει άλλο. Την αμόλησε στο τραπεζάκι κι η γραφομηχανή του, ένα ασήκωτο κτήνος, πετάχτηκε είκοσι πόντους ψηλά. Σκέφτηκε πως αν κάποιος τον κοίταγε τώρα, ίσως έβλεπε τα μάτια του να ’ναι κόκκινα. Σαν του διαβόλου.
Κρατήθηκε και δεν έσπασε τίποτα, άλλωστε δεν είχε τι άλλο να σπάσει. Ηρέμησε μετά από δέκα λεπτά. Περίμενε την αναπνοή του να ξαναπιάσει έναν λογικό ρυθμό και χωρίς να κοιτάει τη γραφομηχανή φόρεσε το βαρύ παλτό του. Γάντια, σκούφο, κασκόλ και σε λίγο βρισκόταν στους χιονισμένους δρόμους. Ό,τι λεφτά είχε κρατήσει για το βραδινό του, σάντουιτς από την καντίνα, θα τα σκότωνε στο μπαρ της γειτονιάς σε δύο μπέρμπον.
Προχώρησε σχεδόν με κλειστά μάτια. Αντάλλαξε ένα βλέμμα μόνο μ’ έναν άνθρωπο, έναν μαύρο που κουβαλούσε ένα τεράστιο μπόγο.
Μέσα σε είκοσι λεπτά είχε πιει τα μπέρμπον. Ξαναντύθηκε με ήρεμες κινήσεις δίπλα στην εξώπορτα του μαγαζιού κι όταν βγήκε έξω και ξαναπερπάτησε στα χιονισμένα πεζοδρόμια ήξερε ότι το βιβλίο του θα του ξαναρχόταν στο μυαλό, εκείνος που τον βασάνιζε θα του το ξαναέστελνε στο νου…
Μ’ αυτή τη σκέψη επέστρεψε σπίτι και ξανακάθισε μπροστά στη γραφομηχανή. Λίγο αργότερα δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο παρά ο ήχος από τα πλήκτρα που ανεβοκατέβαιναν…

Labels: